- νικαίου
- νικαῖοςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ασφενδιού — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 96 κάτ.), της Κω. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικαίου του νομού Δωδεκανήσου … Dictionary of Greek